- νομοτελειακός
- η , ό :
νομοτελειακό φαινόμενο — закономерное явление;
νομοτελειακή ανάπτυξη — закономерное развитие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νομοτελειακό φαινόμενο — закономерное явление;
νομοτελειακή ανάπτυξη — закономерное развитие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νομοτελειακός — ή, ό [νομοτέλεια] αυτός που υπόκειται σε ορισμένους νόμους, αυτός που διέπεται από νομοτέλεια. επίρρ... νομοτελειακώς και ά με νομοτέλεια ή από νομοτελειακή άποψη … Dictionary of Greek